κοκκίον

κοκκοϐαφής

κοκκοϐόας
κοκκο·ϐαφής, ής, ές [] teint en rouge écarlate, Th. H.P. 3, 7, 5 ; El. N.A. 17, 38.
Étym. κόκκος, βάπτω.