κολακευτέος

κολακευτικός

κολακευτικῶς
κολακευτικός, ή, όν [] porté à flatter, ou habile à flatter : ἡ κολακευτική (s. e. τέχνη) Plat. Gorg. 464c, l’art de la flatterie ||
Cp. -ώτερος, Luc. Cal. 10.
Étym. κολακεύω.