Κολιάδαι

κολίανδρον

κολίας
κολίανδρον, ου (τὸ) c. κορίανδρον, Geop. 12, 1, 2 ; Apsyrt. (Geop. 16, 4, 5).
Étym. p. dissimil. p. κορίανδρον.