Κολλυτός

κολλώδης

κόλλωτες
κολλώδης, ης, ες, collant, gluant, visqueux, Plat. Crat. 427b ; Arstt. H.A. 9, 40 ; Plut. M. 684a ||
Sup. -έστατος, Arstt. l. c.
Étym. κόλλα, -ωδης.