κολοϐοκέρως

κολοϐόρριν

κολοϐός
κολοϐό·ρριν, gén. ινος (ὁ, ἡ) [] qui a le nez coupé ou mutilé, Spt. Lev. 21, 17.
Étym. κολοϐός, ῥίς.