κολοσσικός

κολοσσοϐάμων

κολοσσοπόνος
κολοσσο·ϐάμων, ων, ον, gén. ονος [] à base colossale, p. suite, de dimension colossale, en parl. d’une statue, Lyc. 615.
Étym. κολοσσός, βῆμα.