κολοσσουργία

κολοσυρτός

Κόλουνδα
κολο·συρτός, οῦ ()
1 bruit, tumulte, tapage, Il. 12, 147 ; 13, 472 ; Hés. Th. 880 ||
2 foule tumultueuse, Ar. Vesp. 665.
Étym. κόλον, σύρω.