κόλπωμα

κόλπωσις

κολπωτός
κόλπωσις, εως ()
1 action de gonfler, d’enfler, Hdn 1, 15, 11 ||
2 au plur. sinuosité, Ptol. Geogr. p. 43, 13 Wilberg.
Étym. κολπόω.