Κολωνίς

κολωνός

Κολωνός
κολωνός, οῦ () hauteur, colline, Hh. Cer. 273, 299 ; Hés. (Str. 647) ; Hdt. 7, 225 ; Arstt. Meteor. 2, 7.
Étym. cf. κολώνη.