Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κομιστός
κομίστρια
κόμιστρον
κομίστρια,
ας,
adj. f.
qui prend soin de,
Orph.
H.
9, 16
.
Étym.
κομίζω
;
cf.
κομιστήρ
et
κομιστής
.