κομπός

κομποφακελορρήμων

κομπόω-ῶ
κομπο·φακελο·ρρήμων, ων, ον, gén. ονος [] inventeur de mots pompeux et sonores, Ar. Ran. 839, en parl. d’Eschyle.
Étym. κόμπος, φάκελος, ῥῆμα.