Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κονιορτόω-ῶ
κονιορτώδης
κόνιος
κονιορτώδης,
ης, ες,
poudreux,
Arstt.
H.A.
5, 32 ;
Th.
C.P.
4, 16, 1
.
Étym.
κονιορτός, -ωδης
.