κοπίσκος

κοπιώδης

κόπος
κοπιώδης, ης, ες, fatigant, Hpc. Epid. 1, 982 ||
Cp. -έστερος, Arstt. Probl. 5, 40, 1.
Étym. κοπιάω ; cf. κοπώδης.