Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κοππατίας
κοππαφόρος
κοπραγωγέω-ῶ
κοππα·φόρος,
ος, ον
[
ᾰ
]
c. le préc.
Luc.
Ind.
5
.
Étym.
κόππα, φέρω
.