κοπρόω-ῶ

κοπρώδης

κοπρών
κοπρώδης, ης, ες :
1 de fumier, d’excrément, Hpc. 80c, etc. ; Arstt. P.A. 3, 14, 24 ||
2 fig. sale, impur, Plat. Theæt. 194e ||
Cp. -έστερος, Plat. Theæt. 191c.
Étym. κόπρος, -ωδης ; cf. κοπριώδης.