κόρδαξ

κορδυϐαλλώδης

Κορδύϐη
κορδυ·ϐαλλώδης, ης, ες, enfoncé ou aplani à coups de hie, Luc. Trag. 223.
Étym. par dissim. p. *κορδυλοϐαλλώδης, de κορδύλη, βάλλω, -ωδης.