Κόριννα

κοριοειδής

Κοριολανοί
κοριο·ειδής, ής, ές, noir comme la prunelle des yeux, Epich. (Ath. 282a, 308e).
Étym. κόρη, εἶδος.
κοριο·ειδής, ής, ές, semblable à la coriandre, Diosc. 2, 207 (κόριον 2, εἶδος).