Κοριολανός

κόριον

κόρις
κόριον, ου (τὸ) jeune fille, Lys. fr. 2 ; Thcr. Idyl. 11, 60.
Étym. κόρη.
κόριον, ου (τὸ)
1 coriandre, Nic. Al. 157 ; Th. 874 ; Diosc. 3, 71 ||
2 κόριον ἔνυγρον, c. ἀδίαντον, Diosc. 4, 134.