κορσεῖον

κόρσεον

κόρση
κόρσεον, ου (τὸ) tempe, Nic. Al. 414 au plur.
Étym. v. le préc.
κόρσεον, ου (τὸ) c. κόρσιον, DS. 1, 10.
Étym. vulg., corrigé en κορσαῖον.