κορωνοπόδιον

κορωνοποδώδης

κορωνόπους
κορωνοποδώδης, ης, ες, semblable à du plantain ou corne de bœuf, Th. H.P. 1, 10, 5, conj. p. σκολοπώδης.
Étym. κορωνόπους, -ωδης.