κορωνόπους

κορωνός

Κόρωνος
κορωνός, ή, όν :
1 recourbé ; τὸ κορωνόν, Hpc. Art. 797, la courbe du bras, le coude ||
2 aux cornes recourbées, Archil. 39.
Étym. cf. κορώνη.