κοσκίνιον

κοσκινόμαντις

κόσκινον
κοσκινό·μαντις, ιδος (ὁ, ἡ) devin ou sorcière qui prédit l’avenir au moyen d’un crible, Thcr. Idyl. 3, 31 ; Artém. 2, 69.
Étym. κόσκινον, μάντις.