κοσκινοπώλης

κοσκυλμάτια

Κόσκυνθος
κοσκυλμάτια, ων (τὰ) [μᾰ] rognures de cuir, d’où vétilles, niaiseries, Ar. Eq. 49.
Étym. σκύλλω avec redoubl.