κοσμοκόμης

κοσμοκράτωρ

κοσμολέτης
κοσμο·κράτωρ, ορος () [] maître du monde, Orph. H. 8, 11, 11, 11 ; NT. Eph. 6, 12.
Étym. κόσμος, κρατέω.