κοσμοποιητικός

κοσμοποιΐα

κοσμοποιός
κοσμοποιΐα, ας () création du monde, Arstt. Metaph. 1, 4, 5 ; Thém. 317d ; Spt. 4 Macc. 14, 7 ; titre d’un ouvrage d’Empédocle, Arstt. Phys. 2, 4, 5.
Étym. κοσμοποιός.