κόσυμϐος

κοσυμϐωτός

κοταίνω
κοσυμϐωτός, ή, όν, garni de franges ou de bouffettes, Spt. Ex. 28, 4 ; Esaï. 3, 18.
Étym. *κοσυμϐόω de κόσυμϐος.