Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραιπνός
κραιπνόσυτος
κραιπνοφόρος
κραιπνό·συτος,
ος, ον
[
ῠ
] qui s’élance impétueusement,
Eschl.
Pr.
279
.
Étym.
κραιπνός, σεύομαι
.