κρακτικός

κρᾶμα

κραμάτιον
κρᾶμα, ατος (τὸ) [ᾱμ]
1 mélange, mixtion, T. Locr. 95e ; Plut. M. 1109e ||
2 particul. vin trempé, Plut. M. 140f.
Étym. κεράννυμι.