Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραταίϐολος
κραταίγονος
Κραταιγόνος
κραταί·γονος,
ου
(
ὁ
) sorte de plante,
Th.
H.P.
9, 18, 6
.
Étym.
κράτος, γίγνομαι
.