Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Κρατέας
κρατεραύχην
κρατερός
κρατερ·αύχην,
ενος
(
ὁ, ἡ
) [
ᾰ
] au cou robuste,
Plat.
Phædr.
253
e
.
Étym.
κρατερός, αὐχήν
;
cf.
καρτεραύχην
.