Κρατερός

κρατερόφρων

κρατερόχειρ
κρατερό·φρων, ων, ον, gén. ονος [] au cœur ferme, courageux, Il. 10, 184, etc. ; Od. 11, 299 ; Hés. O. 146 (var. καρτερόφρων), etc.
Étym. κρ. φρήν.