Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κρατοϐρώς
κρατογενής
κρατός
κρατο·γενής,
ής, ές
[
ᾱ
] né de la tête,
Porph.
Antr. nymph.
p. 29
.
Étym.
κράς, γίγνομαι
.