Κρατησίπολις

κρατησίπους

Κρατησιππίδας
κρατησί·πους, ους, ουν, gén. -ποδος [ᾰῐ] qui l’emporte par les pieds, c. à d. à la course, Pd. P. 10, 25.
Étym. κρατέω, πούς.