Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Κραυγασίδης
κραυγασμός
κραυγαστικός
κραυγασμός,
οῦ
(
ὁ
) cri,
Diph.
(
Bkk. p. 101, 10
).
Étym.
κραυγάζω
.