κρεοπώλιον

κρεοσαπείς

κρεοστάθμη
κρεο·σαπείς, εῖσα, έν, corrompu comme de la viande gâtée, Plut. M. 995c (dout., κατασαπείς conj. Reiske).
Étym. κρέας, σήπω.