Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κρεωφαγία
κρεωφάγος
Κρεώφυλος
κρεω·φάγος,
ος, ον
[
ᾰ
] carnivore,
Arstt.
P.A.
4, 12 ;
Lyc.
660
.
Étym.
κρέας, φαγεῖν
.