κρίϐανος

κριϐανωτός

κριγή
κριϐανωτός, ή, όν [ῑᾰ] cuit dans un four de campagne ; subst. ὁ κρ. (s. e. ἄρτος) Alcm. (Ath. 114f) ; Ar. Pl. 765, pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.
Étym. κρίϐανος.