κρικέλλιον

κρικηλασία

κρικοειδής
κρικ·ηλασία, ας () [ῐᾰσ] jeu de cerceau ou jeu analogue, Antyll. (Orib. 1, 521 B.-Dar.).
Étym. κρίκος, ἐλαύνω.