κρίκωσις

κρικωτός

κρίμα
κρικωτός, ή, όν [] garni d’anneaux, Caryst. (Ath. 548e) ; κρικωτὴ σφαῖρα, Ptol. Geogr. 7, 6, etc. sphère armillaire.
Étym. vb. de κρικόω.