κριθαίη

κριθάλευρον

κριθάμινος
κριθ·άλευρον, ου (τὸ) [ῑᾰ] farine d’orge, Syn. Febr. p. 100, etc. ; Gal. 14, 527, etc.
Étym. κριθή, ἄλευρον.