κριθολόγος

κριθόμαντις

κριθοπομπία
κριθό·μαντις, εως (ὁ, ἡ) [ῑθ] devin ou sorcière qui prédit l’avenir au moyen de grains d’orge, Clém. 10.
Étym. κριθή, μάντις.