κριθοφάγος

κριθοφόρος

κριθώδης
κριθο·φόρος, ος, ον [] qui porte ou produit de l’orge, Th. H.P. 8, 8, 2 ; Str. 375 ; Plut. M. 915d.
Étym. κριθή, φέρω.