κροκονητική

κροκόπεπλος

κρόκος
κροκό·πεπλος, ος, ον, au voile d’un jaune de safran, Il. 8, 1, etc. ; Hés. Th. 273, 358 ; Alcm. (Héph. p. 39).
Étym. κρόκος, πέπλον.