Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κροκωτοφορέω-ῶ
κροκωτοφόρος
κρομϐόω-ῶ
κροκωτο·φόρος,
ος, ον,
qui porte une tunique jaune,
Plut.
M.
785
e
.
Étym.
κροκωτός, φέρω
.