Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κρουματικός
κρουμάτιον
κρουματοποιός
κρουμάτιον,
ου
(
τὸ
) [
ᾰ
] petit air de flûte,
A. Tat.
1, 5
.
Étym.
dim. de
κροῦμα
.