κρύος

κρυπτάδιος

κρυπτάζω
κρυπτάδιος, α, ον [] caché, secret, Il. 6, 161 ; Eschl. Ch. 946 ; κρυπτάδια φρονέειν, Il. 1, 542, avoir des pensées secrètes ||
E Fém. -ος, Eschl. l. c.
Étym. κρύπτω.