κρυστάλλιον

κρυσταλλοειδής

κρυσταλλοειδῶς
κρυσταλλο·ειδής, ής, ές, semblable à de la glace ou à du cristal, Str. 204 ; Plut. M. 695b, etc. ; κρ. χιτών, Gal. 2, 237, le cristallin.
Étym. κρύσταλλος, εἶδος.