κρημνός

κρημνώδης

κρῆναι
κρημνώδης, ης, ες, escarpé, Thc. 7, 84 ; Plut. Tim. 31 ; Luc. V.H. 2, 30 ||
Sup. -έστατος, Hdn 6, 5, 11.
Étym. κρημνός, -ωδης.