κρηνίδιον

κρηνίς

κρηνῖτις
κρηνίς, ῖδος () [ῑδ] dim. de κρήνη, Eur. Hipp. 208 ; DH. 1, 32 ||
E Dor. κρανίς [] Pd. fr. 136.
κρηνίς, dor. κρανίς, ίδος [] de source, de fontaine, Mosch. 3, 29.
Étym. κρήνη ; cf. κρηναῖος et κρηνιάς.