κτίτης

κτίω

κτυπέω-ῶ
*κτίω, c. κτίζω, seul. dans les dériv. c. κτίτης, etc. ou les cps. c. ἐϋκτίμενος, Ἀμφικτίων, etc.
Étym. v. κτίζω.